Αδερφομπελάδες!
Επιτέλους Παρασκευή! Η αγαπημένη μέρα του Φοίβου και του Μίλτου. Όχι τόσο γιατί το μεσημέρι κλείνουν τα σχολεία για δύο ολόκληρες μέρες μα περισσότερο γιατί ξημερώνει Σάββατο. Έτσι το σκέφτηκαν οι δύο φίλοι κι έτσι το αποφάσισαν. Η αγαπημένη τους μέρα να είναι η Παρασκευή γιατί το Σάββατο είναι ακόμα πιο αγαπημένη!
Δεν πιστεύω να μπερδευτήκατε; Γιατί το έχουν αυτό ο Φοίβος κι ο Μίλτος. Τους αρέσουν τα λίγο μπερδεμένα, τα περιπετειώδη. Γι' αυτό ταίριαξαν από εκείνη την πρώτη μέρα στο νηπιαγωγείο κι έγιναν αχώριστοι. Φρόντισαν να κάνουν και τους γονείς τους φίλους μεταξύ τους, οπότε όλα ήρθαν όπως τα είχαν σχεδιάσει. Ατέλειωτα παιχνίδια στο πάρκο μαζί, αργίες μαζί, κάλαντα μαζί, καλοκαιρινές διακοπές μαζί, Παρασκευές βράδυ μαζί πότε στο σπίτι του Φοίβου και πότε στου Μίλτου.
Μια τέτοια Παρασκευή είναι και η σημερινή. Η πρώτη του Δεκέμβρη, με μπόλικο κρύο και τις νιφάδες του χιονιού να χορεύουν στον παγωμένο βραδινό ουρανό. Οι δύο φίλοι είναι κουκουλωμένοι κάτω απ' τα παπλώματα. Δεν το έχουν, όμως, σκοπό να κοιμηθούν από τώρα. Ποιος ξέρει τι σκαρώνουν αυτή τη φορά! Τι λέτε; Πάμε να δούμε;
«Άντε Φοίβο! Πόση ώρα ακόμη;» ρώτησε ο Μίλτος.
«Σςςς.. Ψιθυριστά! Θα μας ακούσουν και τότε πάει το Μυστικό μας Συνέδριο».
Ο Μίλτος ξεφύσησε και μ' ένα σάλτο βρέθηκε δίπλα στο κρεβάτι του φίλου του. Του τράβηξε το πάπλωμα και το κρέμασε στις δύο καρέκλες που είχαν στήσει από νωρίς στο κέντρο του δωματίου. «Άντε σήκω τώρα», του είπε και τρύπωσε πρώτος από κάτω.
Ο Φοίβος πήρε κάτω από το μαξιλάρι το φακό του και τον ακολούθησε. Ακούστηκε ένα «κλικ» και η παπλωματένια σκηνή τους φωτίστηκε απ΄ άκρη σ' άκρη.
«Τέλεια!», ψιθύρισε ο Μίλτος. «Και τώρα μπορούμε να ξεκινήσουμε το 5ο Μυστικό Συνέδριο με θέμα τα..»
«.. ενοχλητικά αδέρφια!» τον συμπλήρωσε ο Φοίβος.
«Πολύ σωστά. Γιατί ο αδερφός μου το έχει παρακάνει! Μπαίνει στο δωμάτιό μου όποτε θέλει και παίρνει τα παιχνίδια μου χωρίς να με ρωτάει. Τα κάνει όλα άνω-κάτω και δεν τα μαζεύει ποτέ. Τον βαρέθηκα!»
«Κι εμένα η αδερφή μου τσιρίζει όλη την ώρα για να τις κάνουν τα χατίρια. Και για ό,τι γίνεται φταίω πάντα εγώ. Ήμασταν καλύτερα χωρίς αυτήν!»
«Μακάρι να εξαφανιζόταν ο αδερφός μου», ξεσπάθωσε ο Μίλτος. «Μακάρι να γινόσουν εσύ ο αδερφός μου!»
«Κι εσύ ο δικός μου!»
Οι δύο φίλοι σιώπησαν. Ένα λεπτό αργότερα ο Φοίβος πετάχτηκε σαν ελατήριο. «Το βρήκα τι θα κάνουμε!
«Αλήθεια; Για πες..»
Ο Φοίβος έφερε το φακό κάτω από το πιγούνι του κι έσμιξε τα φρύδια του. Η όψη του έδειχνε αυστηρή, πολύ αυστηρή. «Θα ζητήσουμε περιοριστικά μέτρα από την αστυνομία!»
Η Μίλτος γέλασε. «Η αστυνομία κυνηγάει κλέφτες κι απατεώνες, όχι μικρά ζιζάνια. Όχι καλή ιδέα».
«Τότε τι άλλο;»
«Μμμμ.. Τότε να γράψουμε ένα γράμμα στο Δήμαρχο», πρότεινε ο Μίλτος. «Να δεις πως το είπαν στις ειδήσεις.. Υπόμνημα!»
«Και τι θα γράψουμε στο υπόμνημα;» ρώτησε ο Φοίβος σκεφτικός.
«Όλα αυτά που τραβάμε. Και θα παρακαλέσουμε τον Δήμαρχο να μας γλυτώσει από τα αδέρφια μας και να κάνει εμάς τους δύο αδέρφια! Καλό;»
«Φοβερή ιδέα! Γίνεται;»
«Φυσικά. Προχθές η θεία μου παντρεύτηκε στο Δημαρχείο. Βάλανε με τον θείο μου τις υπογραφές τους σε κάτι χαρτιά κι αυτό ήταν όλο. Ήμουν εκεί και τους είδα».
«Και υπάρχει νόμος για τα παιδιά που θέλουν να γίνουν αδέρφια;» Ο Φοίβος είχε ξεσηκωθεί.
«Δεν μπορεί, τόσοι νόμοι υπάρχουν. Ο Δήμαρχος σίγουρα θα τον ξέρει. Μόνο που θα χρειαστούμε μάρτυρες. Έτσι γίνεται στο Δημαρχείο».
Tα δυο αγόρια αντάλλαξαν σκανταλιάρικα βλέμματα.
«Η κυρία Φωτεινή», είπαν με μια φωνή. Η δασκάλα τους σίγουρα θα τους βοηθούσε. Έτσι ξανατρύπωσαν κάτω από τα παπλώματα ανακουφισμένοι. Σε λίγες μέρες τα βάσανά τους θα τελείωναν.
Το επόμενο πρωί με το που σηκώθηκαν έπιασαν αμέσως δουλειά. Για κάμποση ώρα έγραφαν κι έσβηναν, έξυναν τα μολύβια τους και πάλι απ' την αρχή. Άργησαν λίγο αλλά τα κατάφεραν. Το υπόμνημα για το Δήμαρχο ήταν πανέτοιμο. Το μόνο που έμενε ήταν να κάνουν υπομονή ως τη Δευτέρα.
Έτσι κι έγινε. Το πρωί της Δευτέρας περίμεναν την κυρία Φωτεινή έξω από την τάξη. Η δασκάλα διέκρινε από μακριά την αγωνία στα πρόσωπά τους.
«Καλώς τους! Καλημέρα», είπε και χαμογέλασε πλατιά.
Τα παιδιά την καλημέρισαν και δίχως να χασομερήσουν της φανέρωσαν το σχέδιο που είχαν καταστρώσει. Μιλούσαν γρήγορα. Ήθελαν να προλάβουν να της τα πουν όλα προτού χτυπήσει το κουδούνι.
«Σας παρακαλούμε, θα μας βοηθήσετε;» τη ρώτησαν στο τέλος.
«Παιδιά μου, αυτό που θέλετε να κάνετε δε γίνεται. Κατά βάθος το ξέρετε, έτσι δεν είναι;»
Οι δύο φίλοι απογοητεύτηκαν.
«Κυρία, έχετε αδέρφια;» τη ρώτησε ο Φοίβος. «Γιατί αν δεν έχετε, είστε πολύ τυχερή!»
«Έχω Φοίβο μου και είμαι η μεγαλύτερη. Γι' αυτό ξέρω ακριβώς πώς νιώθετε. Μη νομίζετε.. Κι εγώ μικρή είχα ευχηθεί να εξαφανιστούν τα αδέρφια μου. Ευτυχώς, όμως, κανένα μαγικό τζίνι δεν άκουσε την ευχή μου! Έτσι μεγαλώσαμε μαζί και μάλιστα χωρίς περιοριστικά μέτρα. Απλά τους έμαθα να μην κάνουν όσα με ενοχλούσαν. Κι από τότε γίναμε φίλοι, οι καλύτεροι. Στα μάτια των μικρών σας αδερφών είστε ο ήρωάς τους. Και οι ήρωες δεν τα παρατάνε ποτέ. Να το θυμάστε πάντα».
Ο Μίλτος κι ο Φοίβος κάτι πήγαν να πουν αλλά χτύπησε το κουδούνι. Έκαναν μια γρήγορη, σφιχτή αγκαλιά τη δασκάλα τους κι έτρεξαν έξω στην αυλή. Δε χρειαζόταν να πουν τίποτα, ούτε μεταξύ τους. Οι άσχημες σκέψεις είχαν κάνει φτερά. Η κυρία Φωτεινή τις είχε διώξει μακριά με τα γλυκά της λόγια.
Στο πρώτο διάλειμμα πέταξαν και το περιβόητο υπόμνημα στον κάδο με τα χαρτικά. Αυτά είναι για τους μεγάλους, όχι για τα παιδιά!
Καλή αντάμωση, παιδιά!
Εύη Νικολαΐδου
(photo via ClipartFox.com)