Γιατί γράφω βιβλία για παιδιά. Της Άλκη Ζέη
Η πεζογράφος, κριτικός και μεταφράστρια Άλκη Ζέη, η δική μας αγαπημένη Άλκη Ζέη, αναγορεύτηκε Πρώτη Επίτιμη Διδάκτορας του Τμήματος Επιστημών Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης της Παιδαγωγικής Σχολής του Α.Π.Θ. Η ομιλία της στην τελετή αναγόρευσης με συγκίνησε πολύ. Η Άλκη Ζέη πάντοτε με συγκινεί. Πάντοτε με παρασύρει στα δικά της μονοπάτια. Έτσι απλά, δίχως κόπο. Μόνο και μόνο επειδή πιάνει το μολύβι και το αφήνει να ζωντανέψει πάνω στο χαρτί μια ολόκληρη εποχή..
«Όταν έγραψα το πρώτο μου μυθιστόρημα «Το καπλάνι της βιτρίνας», δεν ήξερα ότι γράφω βιβλίο για παιδιά. Ήταν το 1962, και ζούσαμε στη Μόσχα, πολιτικοί εξόριστοι. Έγραφα διηγήματα που τα έστελνα στην Ελλάδα και δημοσιεύονταν στην Επιθεώρηση Τέχνης. Θέλησα τότε να δοκιμάσω να γράψω μυθιστόρημα. Οι αναμνήσεις από τα παιδικά μου χρόνια ήτανε ολοζώντανες γιατί κάθε βράδυ στα παιδιά μου αντί για παραμύθια διηγιόμουνα πώς περνούσαμε η αδελφή μου κι εγώ στη Σάμο όταν μείναμε εκεί με τον παππού μας και τη θεία μας –γιατί η μητέρα μας είχε αρρωστήσει– ώσπου να πάμε σχολείο.
Μπορώ να πω ότι το τέλειωσα πολύ γρήγορα γιατί είχα έτοιμο το υλικό μου, η έκδοσή του όμως μου φαινότανε κάτι απίθανο και μακρινό.
Εκείνο τον καιρό είχε αρχίσει κάπως να σπάει ο πάγος και είχε αρχίσει ένα πάνε κι έλα συγγραφέων και καλλιτεχνών από την Ελλάδα στη Μόσχα μέσω του Ελληνοσοβιετικού συνδέσμου και της Εταιρείας σοβιετικών συγγραφέων. Η χαρά μας δεν περιγραφόταν που ήρθαμε επιτέλους σε επαφή με την Ελλάδα.
Μια μέρα γυρίζοντας με τον Γιώργο Σεβαστίκογλου στο σπίτι, είδαμε θρονιασμένο σε μια πολυθρόνα, με τα παιδιά μας σκαρφαλωμένα στα γόνατά του, τον Δημήτρη Δεσποτίδη! Παλιός φίλος δικός μου από την Ε.Π.Ο.Ν., ενώ μετά την απελευθέρωση συνδέθηκε πολύ και με τον Γιώργο, μα γρήγορα εγώ τους έχασα και τους δυο. Ο ένας φυλακή –που παρατρίχα γλίτωσε το τουφέκι κι ύστερα Μακρόνησο– κι ο άλλος στο βουνό κι ύστερα στην Τασκένδη, όπου κατόρθωσα να πάω να τον συναντήσω έπειτα από έξι χρόνια.
Πόσα δεν είχαμε να ρωτήσουμε τον Δεσποτίδη; Κι εκείνος όμως ήθελε να μάθει για τη ζωή μας στη Σοβιετική Ένωση, πώς ζούμε, τι κάνουμε, αν και τα παιδιά μας –τριών χρονών ο ένας και εφτά η άλλη– είχαν προλάβει να του πουν πολλά.
Έτσι έμαθε από την κόρη μου πως η μαμά έγραψε ένα βιβλίο μα ο μπαμπάς όλο της φώναζε και την έβαζε να το ξαναγράψει, ενώ εκείνη που είναι πρώτη μαθήτρια γράφει κατευθείαν στο καθαρό χωρίς λάθη.
Αν δεν είχε μιλήσει η κόρη μου, ούτε θα μου περνούσε από τον νου να αναφερθώ στα γραψίματά μου. Θέλαμε τόσο πολύ να μάθουμε για την Ελλάδα, για τους φίλους μας. Ο Δεσποτίδης όμως δεν ήτανε από κείνους που θα άφηνε να του ξεφύγει ένα χειρόγραφο. Μόλις είχε ανοίξει έναν εκδοτικό οίκο, το Θεμέλιο. Πήρε λοιπόν το δικό μου κι έφυγε.
Τα γεγονότα ήρθαν απανωτά. Έγιναν εκλογές και τις κέρδισε ο Γεώργιος Παπανδρέου. Ούτε ο Δεσποτίδης μου απάντησε ποτέ αλλά ούτε κι εγώ είχα νου να τον ρωτήσω τι απέγινε το μυθιστόρημά μου. Όλη μας η έννοια ήτανε πότε θα μας επιτρέψουν να γυρίσουμε στην Ελλάδα.
Τον Σεπτέμβριο του 1964 μου έδωσαν μια άδεια να πάω με τα παιδιά μου για δύο μήνες στην Ελλάδα. Πήγα την επόμενη μέρα που φτάσαμε στο Θεμέλιο για να δω τον Δεσποτίδη. Είχαμε τόσα να πούμε και μόνο λίγο πριν φύγω τον ρώτησα. «Τι γίνεται εκείνο το Καπλάνι;» Ο Δεσποτίδης χαμογέλασε μ' εκείνο το ανεπανάληπτο χαμόγελό του, με πήρε από το χέρι, βγήκαμε από το βιβλιοπωλείο και μου έδειξε τη βιτρίνα. Στη μέση, καμαρωτό καμαρωτό στεκότανε το «Καπλάνι». Κίτρινο εξώφυλλο κι ένας όρθιος τίγρης. Μου είπε πως είδε κι έπαθε να καταλάβει ότι καπλάνι θα πει τίγρης. Απόρησα, μα είναι δυνατόν να μην το ξέρει; Κι εκείνος γελώντας μου είπε «Θαρρώ πως μόνο εσύ το ξέρεις». Αν είναι δυνατόν, «Το καπλάνι της βιτρίνας» που βρισκότανε βαλσαμωμένο σε μια βιτρίνα στο σαλόνι του παππού μου στη Σάμο και τώρα στο παλαιοντολογικό μουσείο στους Μυτιληνιούς στη Σάμο να μη λέγεται... καπλάνι! Φαίνεται όμως πως μόνο οι Σαμιώτες το αποκαλούσαν έτσι. Ευτυχώς ο Δεσποτίδης δεν άλλαξε τον τίτλο να τον κάνει «τίγρης» – στα τουρκικά καπλάν είναι ο τίγρης, από κει φαίνεται το πήραν οι Σαμιώτες γιατί αυτό κολύμπησε από τη Τουρκία στη Σάμο κι έτρωγε τα πρόβατα ενός βοσκού που το παραφύλαξε και το σκότωσε. Τώρα το «Καπλάνι» κυκλοφορεί σαν... Καπλάνι εδώ και πενήντα χρόνια αφού τράβηξε πολλές περιπέτειες.
Του Δεσποτίδη του άρεσε πολύ το βιβλίο και είπε πως έτσι πρέπει να γράφονται τα βιβλία για παιδιά. Έμαθα λοιπόν κι εγώ πως είχα γράψει βιβλίο για παιδιά. Στο εξώφυλλο όμως έγραφε κάτω από τον τίτλο, βιβλίο για νέους. Δεν τον ρώτησα, μα αργότερα κατάλαβα τον λόγο.
Οι κριτικές ήτανε καταπέλτης. Είχα γράψει ένα προπαγανδιστικό βιβλίο και οι ηρωίδες μου δυο μικρά κοριτσάκια μιλάγανε για τη δικτατορία –τι να κάνω αφού είχα ζήσει μικρό κοριτσάκι τη δικτατορία του Μεταξά;– και βαραίνω τις ψυχούλες των παιδιών.
Το βιβλίο δεν το αγόραζαν για τα παιδιά, και άνθρωποι προοδευτικοί, αριστεροί, φίλοι που μου έλεγαν πως είναι μεν καλογραμμένο, αλλά καλά η γενιά μας όσα τράβηξε, μα τα παιδιά μας δεν είναι ανάγκη να τα πληγώνουμε. Αν δεν είχα τόσες πολλές έννοιες, να παρατείνουμε την παραμονή μας στην Ελλάδα, να καταφέρω να πάρω άδεια και για τον Γιώργο και χίλια δυο άλλα προβλήματα, θα είχα πιστέψει πως δεν κάνω για συγγραφέας, τουλάχιστον για παιδιά, σίγουρα. Ο Δεσποτίδης εξακολουθούσε να έχει το «Καπλάνι» πεισματικά στη μέση της βιτρίνας ώσπου έγινε η δικτατορία. Μπήκαν στο Θεμέλιο και το έκαναν γυαλιά καρφιά, κατέστρεψαν όλα τα βιβλία και το «Καπλάνι» φυσικά.
Τα παιδιά είδαν τη δικτατορία μέσα στο ίδιο τους το σπίτι, να παίρνουν τους γονείς τους από τα κρεβάτια τους. Και οι μεγάλοι άρχισαν να καταλαβαίνουν πως μπορούμε να μιλάμε στα παιδιά για δικτατορία. Το «Καπλάνι» όμως είχε ριχτεί στο πυρ το εξώτερο.
Ο Γιώργος στο μεταξύ είχε έρθει στην Ελλάδα και φύγαμε πάλι εξόριστοι, στο Παρίσι αυτή τη φορά.
Εκεί πάλι γεμάτοι έννοιες για την εγκατάστασή μας και αγωνία για το τι γινότανε στην Ελλάδα ούτε σκεφτόμουνα το γράψιμο. Ώσπου μια μέρα εμφανίστηκε στο σπίτι μας ο Έντουαρντ Φέντον – Αμερικανός συγγραφέας και μεταφραστής. Ζούσε στην Ελλάδα και είχε παντρευτεί Ελληνίδα που ήτανε καθηγήτριά μου στη σχολή Αηδονοπούλου, τη Νίτσα Χαρβάτη. Είχε ένα πλατύ χαμόγελο και μου είπε: «Σου έφερα το συμβόλαιο». Δεν καταλάβαινα. Λίγο πριν τη δικτατορία μου είχε τηλεφωνήσει και με ρώτησε αν του δίνω τα δικαιώματα να μεταφράσει στα αγγλικά το «Καπλάνι». Βέβαια και είπα «ναι» και το... ξέχασα.
Κι ήρθε τώρα στο Παρίσι να μου πει πως το δέχτηκαν σε μεγάλο εκδοτικό οίκο στην Αμερική και το θεωρούν ένα από τα καλύτερα βιβλία που έχουν γραφτεί για παιδιά.
Δεν έλεγα να το πιστέψω. Εκδόθηκε πολύ γρήγορα, πήρε και βραβείο για το καλύτερο ξένο παιδικό βιβλίο κι αποκεί το πήραν οι Σκανδιναβικές χώρες και η Ιαπωνία. Εγώ αναθάρρησα κι άρχισα να πιστεύω πως μπορώ να γράψω για παιδιά.
Διάβασα πολλά γαλλικά μυθιστορήματα για παιδιά που τους μιλούσαν για τον πόλεμο, την Αντίσταση, τον Πεταίν, μαθαίνοντάς τους τη σύγχρονη ιστορία του τόπου τους. Γιατί λοιπόν να μη γράψω κι εγώ ένα βιβλίο και να μάθω στα παιδιά για την Κατοχή, την Αντίσταση που όσο καιρό είχα μείνει στην Ελλάδα είχα αντιληφθεί πως δεν είχαν ιδέα. Σκέφτηκα να μιλήσω για γεγονότα που τα είχα ζήσει η ίδια, όμως ο ήρωας να είναι ένα παιδί ώστε να είναι κοντινό τους. Έτσι έγραψα τον «Μεγάλο περίπατο του Πέτρου» με τρυφερότητα και χιούμορ και πολλή αγάπη.
Παρ' όλη τη Χούντα, η Νανά Καλλιανέση που είχε τον Κέδρο, το εξέδωσε αμέσως και πήρα μια κάρτα από τον Ρίτσο πυκνογραμμένη με τα καλλιγραφικά του γράμματα, όλο ενθουσιασμό και αγάπη για το βιβλίο.
Στο μεταξύ στη Γαλλία είχε κυκλοφορήσει το «Καπλάνι» και οι κριτικές ήτανε τόσο επαινετικές που θα κοκκίνιζα να τις αναφέρω.
Άρχισαν να με καλούν σε σχολεία, σε βιβλιοθήκες, και μένα η καρδιά μου σφιγγότανε να συζητώ με τα ξένα παιδάκια, έμοιαζε άπιαστο όνειρο να κουβεντιάσω κάποτε με τα δικά μας παιδιά.
Συνέχισα να γράφω βιβλία για παιδιά, ο Κέδρος τα εξέδιδε, μα η κυκλοφορία τους ήταν δύσκολη.
Έπεσε η Χούντα, γυρίσαμε στην Ελλάδα. Το «Καπλάνι» είχε εκδοθεί από τον Κέδρο, μια και το Θεμέλιο άργησε να ξανασταθεί στα πόδια του. Θέλησα να έρθω σε επαφή με τα παιδιά, να πάω σε κανένα σχολείο, όμως τότε οι πόρτες των σχολείων δεν άνοιγαν για τους συγγραφείς. Μου είπαν πως χρειάζεται ειδική άδεια από το Υπουργείο παιδείας και πολιτισμού, μα δεν την πήρα ποτέ.
Η συγγραφέας παιδικών βιβλίων Γεωργία Ταρσούλη έστειλε ένα πολυσέλιδο υπόμνημα στο Υπουργείο πολιτισμού. Ένας καλός φίλος που εργαζόταν εκεί μου έδωσε ένα φωτοαντίγραφο.
Πού βρήκε τόσα να πει για το «Καπλάνι της βιτρίνας»; Χτυπούσε τον κώδωνα του κινδύνου. Μην τύχει και φτάσει στα παιδιά μας αυτό το βιβλίο που καταργεί θρησκεία, οικογένεια, κράτος. Μόνο που δεν ζητούσε να με κρεμάσουν.
Και τότε ήρθαν... οι δάσκαλοι. Με πρώτη πρώτη την εξαιρετική δασκάλα και άνθρωπο, την αξέχαστη Βίτω Αγγελοπούλου.
Σιγά σιγά, διακριτικά, άρχισαν να μιλούν στα παιδιά και στους γονείς για τα βιβλία μου. Ν' αγοράζουν και με δικά τους χρήματα να εφευρίσκουν χίλιους δυο τρόπους για να μπορέσουν μέσα στην τάξη τους, κλέβοντας κάποιες στιγμές από το μάθημα, να διαβάσουν στα παιδιά και να τα κάνουν να ενδιαφερθούν. Κι έτσι, από δάσκαλο σε δάσκαλο, διαδίδονταν τα βιβλία μου κι έγινα η αγαπημένη συγγραφέας των παιδιών και των παιδιών των παιδιών τους.
Αν δεν ήταν αυτοί, δεν νομίζω να είχα φτάσει εδώ που έφτασα. Γι' αυτό θα τους ευγνωμονώ πάντα. Κι αν δεν μου έδιναν κουράγιο, δεν θα αποφάσιζα να καταπιαστώ με ένα τόσο δύσκολο θέμα όπως τα ναρκωτικά.
Όταν έμαθα από έναν φίλο πως η κόρη του δώδεκα χρονών έπαιρνε ουσίες, σκέφτηκα πως πρέπει να μιλήσω στα παιδιά γι' αυτό το θέμα. Δίσταζα. Έτρεξα στη Βίτω Αγγελοπούλου που όχι μόνο μου έδωσε θάρρος αλλά μου είπε πως πρέπει οπωσδήποτε να το γράψω.
Πήγα τρία χρόνια στο κεντρικό συμβούλιο του Κ.Ε.Θ.Ε.Α. και μίλησα με πολλούς γονείς και παιδιά, κι όταν ήμουνα πια έτοιμη, έφτιαξα την ηρωίδα μου ένα κοριτσάκι δώδεκα χρονών. Κι όταν το είπα στη Βίτω, μ' αγκάλιασε και έκλαιγε. Και πάλι οι δάσκαλοι πέρασαν το βιβλίο στα σχολεία και μπήκε και απόσπασμα στο αναγνωστικό της έκτης, δεν τόλμησαν όμως να γράψουν ότι το μυθιστόρημα είχε θέμα τα ναρκωτικά αλλά τη μετανάστευση, γιατί η ηρωίδα μου είχε ζήσει στη Γερμανία και όταν χώρισαν οι γονείς της την έστειλαν στην Ελλάδα στη γιαγιά της. Το βιβλίο όμως «Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες της» το αγάπησαν τα παιδιά και το διάβαζαν ακόμα κι οι γονείς τους με ενδιαφέρον, γιατί το θέμα τούς έκαιγε.
Πολλούς μπελάδες βρήκαν εξαιτίας μου οι δάσκαλοι. Θυμάμαι στη Λάρισα –άλλος εξαίρετος δάσκαλος– ο Μιχάλης Αργυρίδης πόσα τράβηξε όταν τόλμησε να ονομάσει τη βιβλιοθήκη του σχολείου –που μόνος του μάζεψε βιβλία και την έφτιαξε– Άλκη Ζέη-Ζωρζ Σαρή. Όπως κι ένας άλλος δάσκαλος, ο Θοδωρής Αζούδης, έφτιαξε στο λύκειο στα κάτω Πορόια μια πανέμορφη βιβλιοθήκη που της έδωσε το όνομά μου. Μόλις και οι δύο φύγανε από τα σχολεία, οι βιβλιοθήκες έκλεισαν, γίνανε νομίζω αποθήκες, κι αναρωτιέμαι πού πετάχτηκαν οι πινακίδες με τα ονόματά μας.
Αργότερα, με τη δημιουργία του Ε.Κ.Ε.Β.Ι. και το πρόγραμμά του «Συγγραφείς στα σχολεία» μπορούσαμε πια ανενόχλητα να ερχόμαστε σε επαφή με τα παιδιά. Τώρα το Ε.Κ.Ε.Β.Ι. δεν υπάρχει, οι δάσκαλοι όμως καταφέρνουν και μας προσκαλούν.
Γι' αυτό σήμερα είμαι πολύ συγκινημένη και χαρούμενη για τη μεγάλη τιμή που μου κάνατε. Δάσκαλοι είστε κι εσείς και σας ευχαριστώ με όλη μου την καρδιά».
Η τελετή αναγόρευσης πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014 στην αίθουσα τελετών του παλαιού κτηρίου της Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ. Την τιμώμενη προσφώνησε ο Πρύτανης του ΑΠΘ, Καθηγητής Περικλής Μήτκας, ενώ τον έπαινο (Laudatio) εκφώνησε ο Καθηγητής του Τμήματος Επιστημών Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης του ΑΠΘ, Αντρέας Καρακίτσιος.
Από αριστερά προς δεξιά: Αναπληρωτής Πρύτανης Ακαδημαϊκών και Φοιτητικών Θεμάτων, Καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ. Ιωάννης Ζ. Τζιφόπουλος, η Τιμώμενη και η Πρόεδρος του Τμήματος Επιστημών Προσχολικής Αγωγής και Εκπαίδευσης του Α.Π.Θ., Καθηγήτρια Μαριάννα Τζεκάκη.